κυβερνήτης

κυβερνήτης
ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, -ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ]
1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν», Ευ ρ.)
2. αυτός που κυβερνά πλοίο ή άλλο όχημα και έχει το ανώτατο πρόσταγμα σ' αυτό (α. «ο κυβερνήτης τού αεροσκάφους» β. «ο κυβερνήτης τού υποβρυχίου» γ. «τὰς δ' ἄνεμός τε κυβερνῆται τ' ἴθυνον», Ομ. Οδ.)
3. ρυθμιστής, συντονιστής (α. «στο βοσκό τών τραγουδιών ήρθες, κυβερνήτρα τών καρδιών», Παλαμ.
β. «ἡ γὰρ ἀχρώματός τε... καὶ ἀναφὴς οὐσία ὄντως ψυχῆς οὖσα κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ», Πλάτ.)
νεοελλ.
τίτλος τού πρώτου μετά την απελευθέρωση ανώτατου άρχοντα τής Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυβερνήτης — steersman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήτης — ο αυτός που κυβερνάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβερνῆτα — κυβερνήτης steersman masc voc sg κυβερνήτης steersman masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραμεσβάρα — Κυβερνήτης της Μαλάκας (1402 ή 1403 24). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ήταν πρίγκιπας από τη Σουμάτρα ή την Ιάβα και παντρεύτηκε μια πριγκίπισα του Μαντζαπαχίτ. Περίπου στα 1400 εμφανίστηκε στο Τουμασέκ (Σιγκαπούρη), όπου δολοφόνησε τον τοπικό… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητῶν — κυβερνήτης steersman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήταιν — κυβερνήτης steersman masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήταις — κυβερνήτης steersman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήτου — κυβερνήτης steersman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήτῃ — κυβερνήτης steersman masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήτῃσι — κυβερνήτης steersman masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”